- ὀξυκόρακος
- ὀξῠ-κόρᾰκος, ον, (κόραξ II)A with a sharp hook,
σμιλίον Paul.Aeg.6.87
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμιλίον Paul.Aeg.6.87
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυκόρακος — ὀξυκόρακος, ον (Μ) αυτός που έχει αγκιστροειδή άκρη σαν τη μύτη τού κόρακα («ὀξυκοράκῳ σμιλίῳ», Παύλ. Αιγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κόραξ, ακος] … Dictionary of Greek
ὀξυκοράκῳ — ὀξυκόρακος with a sharp hook masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek